σπινιάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπινιάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
σπινιάρω (και σπινάρω)
- (για τροχούς αυτοκινήτου) περιστρέφομαι επάνω στο ίδιο σημείο και το όχημα δεν μετακινείται
- (κατ’ επέκταση) οδηγώ όχημα με τρόπο που οι τροχοί να σπινιάρουν
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπινιάρω
|