Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπινιάρω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σπινιάρω (και σπινάρω)

  1. (για τροχούς αυτοκινήτου) περιστρέφομαι επάνω στο ίδιο σημείο και το όχημα δεν μετακινείται
  2. (κατ’ επέκταση) οδηγώ όχημα με τρόπο που οι τροχοί να σπινιάρουν

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία