Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουπλά < (λόγιο δάνειο) γαλλική dessous-de-plat[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουπλά ουδέτερο άκλιτο

  • αντικείμενο μεγαλύτερο από σουβέρ που χρησιμοποιείται για να τοποθετείται κάτω από το πιάτο ώστε αυτό να μη λερωθεί ή αλλοιωθεί το τραπέζι

  Μεταφράσεις επεξεργασία