Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σοροπιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σοροπιάζω
  2. θα σοροπιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σοροπιάζω