σοράνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοράνι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κουρδική διάλεκτος που μιλιέται στο δυτικό Ιράν και στο ιρακινό Κουρδιστάν και γράφεται με το αραβικό αλφάβητο
σοράνι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό