Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σοβαντίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σοβαντίζω
  2. θα σοβαντίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σοβαντίζω