σνιφάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίασνιφάρω < αγγλικά: sniff + -άρω
Ρήμα
επεξεργασία- μυρίζω με ηχηρό τρόπο
- μυρίζω και ρουφώ μαζί υλικό (συνήθως σκόνη) από την μύτη· το λένε και (για) ναρκομανείς
σνιφάρω < αγγλικά: sniff + -άρω