Ετυμολογία el

επεξεργασία

σνιφάρω < αγγλικά: sniff + -άρω

  1. μυρίζω με ηχηρό τρόπο
  2. μυρίζω και ρουφώ μαζί υλικό (συνήθως σκόνη) από την μύτη· το λένε και (για) ναρκομανείς