σμιλεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασμιλεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σμιλεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σμιλεύομαι | σμιλευόμουν(α) | θα σμιλεύομαι | να σμιλεύομαι | ||
β' ενικ. | σμιλεύεσαι | σμιλευόσουν(α) | θα σμιλεύεσαι | να σμιλεύεσαι | (σμιλεύου) | |
γ' ενικ. | σμιλεύεται | σμιλευόταν(ε) | θα σμιλεύεται | να σμιλεύεται | ||
α' πληθ. | σμιλευόμαστε | σμιλευόμαστε σμιλευόμασταν |
θα σμιλευόμαστε | να σμιλευόμαστε | ||
β' πληθ. | σμιλεύεστε | σμιλευόσαστε σμιλευόσασταν |
θα σμιλεύεστε | να σμιλεύεστε | (σμιλεύεστε) | |
γ' πληθ. | σμιλεύονται | σμιλεύονταν σμιλευόντουσαν |
θα σμιλεύονται | να σμιλεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σμιλεύτηκα | θα σμιλευτώ | να σμιλευτώ | σμιλευτεί | ||
β' ενικ. | σμιλεύτηκες | θα σμιλευτείς | να σμιλευτείς | σμιλέψου | ||
γ' ενικ. | σμιλεύτηκε | θα σμιλευτεί | να σμιλευτεί | |||
α' πληθ. | σμιλευτήκαμε | θα σμιλευτούμε | να σμιλευτούμε | |||
β' πληθ. | σμιλευτήκατε | θα σμιλευτείτε | να σμιλευτείτε | σμιλευτείτε | ||
γ' πληθ. | σμιλεύτηκαν σμιλευτήκαν(ε) |
θα σμιλευτούν(ε) | να σμιλευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σμιλευτεί | είχα σμιλευτεί | θα έχω σμιλευτεί | να έχω σμιλευτεί | σμιλεμένος | |
β' ενικ. | έχεις σμιλευτεί | είχες σμιλευτεί | θα έχεις σμιλευτεί | να έχεις σμιλευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σμιλευτεί | είχε σμιλευτεί | θα έχει σμιλευτεί | να έχει σμιλευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σμιλευτεί | είχαμε σμιλευτεί | θα έχουμε σμιλευτεί | να έχουμε σμιλευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σμιλευτεί | είχατε σμιλευτεί | θα έχετε σμιλευτεί | να έχετε σμιλευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σμιλευτεί | είχαν σμιλευτεί | θα έχουν σμιλευτεί | να έχουν σμιλευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σμιλεύομαι
|