Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σμίξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σμίγω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σμίγω
  3. θα σμίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σμίγω