σμίξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σμίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σμίγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σμίγω
- θα σμίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σμίγω