Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκυλλομύττης < από το σκύλλος + μύτη που γραφόταν και μούττη και μούτη < (ελληνιστική κοινή) μύτις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκυλλομύττης

  • αυτός που είχε μεγάλη μύτη σαν το μουσούδι του σκύλου