Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουροφέρνω < σκουρο- + -φέρνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

σκουροφέρνω

  • έχω σκούρο χρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία