σκουράντζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουράντζος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκουράντζος αρσενικό
- η ρέγκα
- ο αδύνατος άνθρωπος
- ※ Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου οι μπακάληδες, αφοί Λαγκούση στα Ταμπάχανα, ο Λώλος- παχουλός σαν καλοφουσκωμένο καρβέλι ψωμί- κι ο Μαρίνος- αδύνατος σα σκουράντζος-, γεροντοπαλίκαρα μέχρι το θάνατο τους (Αχαιών γεύσεις, Σοφία Π. Χριστοπούλου, Εκδόσεις Παλαιών Πατρών, 2006, σελ. 13 [1])