σκουπιστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασκουπιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκουπίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκουπίζομαι
- θα σκουπιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκουπίζομαι