Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκοτιστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκοτίζομαι
  2. θα σκοτιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκοτίζομαι