Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκαραμάγγιν και σκαραμάγγιον ουδέτερο

  1. πολυτελές ύφασμα με πλούσια διακόσμηση
    καὶ δὴ τῶν δεσποτῶν ἀπὸ σκαραμαγγίων ἐξιόντων τοῦ ἱεροῦ κοιτῶνος (Κωνσταντίνος Ζ Πορφυρογέννητος, Περί τελετών, 1.4.25)