Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκανδαλιστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκανδαλίζομαι
  2. θα σκανδαλιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκανδαλίζομαι