Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σκαμπιλίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκαμπιλίζω
  2. θα σκαμπιλίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκαμπιλίζω