Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σιωπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σιωπώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιωπώ
  3. θα σιωπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιωπώ