σιβαϊσμό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασιβαϊσμό
- σιβαϊσμός, στην αιτιατική του ενικού
σιβαϊσμό, ουδέτερο του σιβαϊσμός
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
σιβαϊσμό
σιβαϊσμό, ουδέτερο του σιβαϊσμός