σαπουνίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σαπουνίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαπουνίζω
- θα σαπουνίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαπουνίζω
σαπουνίσουμε