σαβουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαβουριάζω < σαβούρα
Ρήμα
επεξεργασίασαβουριάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαβουριάζω | σαβούριαζα | θα σαβουριάζω | να σαβουριάζω | σαβουριάζοντας | |
β' ενικ. | σαβουριάζεις | σαβούριαζες | θα σαβουριάζεις | να σαβουριάζεις | σαβούριαζε | |
γ' ενικ. | σαβουριάζει | σαβούριαζε | θα σαβουριάζει | να σαβουριάζει | ||
α' πληθ. | σαβουριάζουμε | σαβουριάζαμε | θα σαβουριάζουμε | να σαβουριάζουμε | ||
β' πληθ. | σαβουριάζετε | σαβουριάζατε | θα σαβουριάζετε | να σαβουριάζετε | σαβουριάζετε | |
γ' πληθ. | σαβουριάζουν(ε) | σαβούριαζαν σαβουριάζαν(ε) |
θα σαβουριάζουν(ε) | να σαβουριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαβούριασα | θα σαβουριάσω | να σαβουριάσω | σαβουριάσει | ||
β' ενικ. | σαβούριασες | θα σαβουριάσεις | να σαβουριάσεις | σαβούριασε | ||
γ' ενικ. | σαβούριασε | θα σαβουριάσει | να σαβουριάσει | |||
α' πληθ. | σαβουριάσαμε | θα σαβουριάσουμε | να σαβουριάσουμε | |||
β' πληθ. | σαβουριάσατε | θα σαβουριάσετε | να σαβουριάσετε | σαβουριάστε | ||
γ' πληθ. | σαβούριασαν σαβουριάσαν(ε) |
θα σαβουριάσουν(ε) | να σαβουριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαβουριάσει | είχα σαβουριάσει | θα έχω σαβουριάσει | να έχω σαβουριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαβουριάσει | είχες σαβουριάσει | θα έχεις σαβουριάσει | να έχεις σαβουριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαβουριάσει | είχε σαβουριάσει | θα έχει σαβουριάσει | να έχει σαβουριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαβουριάσει | είχαμε σαβουριάσει | θα έχουμε σαβουριάσει | να έχουμε σαβουριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαβουριάσει | είχατε σαβουριάσει | θα έχετε σαβουριάσει | να έχετε σαβουριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαβουριάσει | είχαν σαβουριάσει | θα έχουν σαβουριάσει | να έχουν σαβουριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαβουριάζω
→ δείτε τη λέξη σαβουρώνω |