σάρακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάρακας < από την αιτιατική "σάρακα" του ελληνιστικού σάραξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάρακας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαράκι
→ δείτε τη λέξη σαράκι |
είδος πριονιού
|
σάρακας αρσενικό
→ δείτε τη λέξη σαράκι |
|