Ετυμολογία

επεξεργασία
σάρακας < από την αιτιατική "σάρακα" του ελληνιστικού σάραξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάρακας αρσενικό

  1. το σαράκι
  2. είδος πριονιού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία