ροκόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ροκόλα < ιταλική rucola < λατινική eruca
- ροκόλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροκόλα θηλυκό
- (βοτανική, γαστρονομία) άλλη μορφή του ρόκα (Eruca sativa)
- (κυπριακά) (σκωπτικό) νεαρή γυναίκα
- Συγγενικά: ρόκολος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροκόλα
|