Ετυμολογία

επεξεργασία
ροκάρω < ροκ + -άρω

ροκάρω

  • (νεολογισμός): επιδίδομαι με οποιοδήποτε τρόπο σε μουσική και τραγούδια ροκ

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία