ριτσερκάρε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ριτσερκάρε < (λόγιο δάνειο) ιταλική ricercare (αναζητώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριτσερκάρε ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) οργανικό μουσικό είδος που άνθισε την εποχή της ύστερης Αναγέννησης και του Μπαρόκ με αντιστικτική δομή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριτσερκάρε
|