ρεγκλάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεγκλάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική raglan[1] < από το όνομα του διοικητή του αγγλικού στρατού στην Κριμαία λόρδου Raglan που φορούσε το είδος αυτών των μανικιών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεγκλάν ουδέτερο άκλιτο
- μανίκια χωρίς μανικοκόλληση που αποτελούν μια ενότητα με το λαιμό και τους ώμους
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ρεγκλάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας