Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραιγιόν < rayon (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραιγιόν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία