Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοδιάσπαση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοδιάσπαση θηλυκό

  • (φυσική) πυρηνική διάσπαση όχι αναγκαστικά του ραδίου (γι' αυτό συνήθως προτιμάται η λέξη διάσπαση)

  Μεταφράσεις επεξεργασία