ράφτινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράφτινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) αθλητική και ψυχαγωγική ομαδική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την κωπηλασία σε ποτάμια με φουσκωτά σκάφη
ράφτινγκ ουδέτερο άκλιτο