Ετυμολογία

επεξεργασία
πόλιτσμαν < αγγλική policeman

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόλιτσμαν αρσενικό άκλιτο

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη πολισμάνος