Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πυρπολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πυρπολώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυρπολώ
  3. θα πυρπολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυρπολώ