πυρπολήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πυρπολήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πυρπολώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυρπολώ
- θα πυρπολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυρπολώ