πυργώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπυργώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πυργώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυργώνω
- θα πυργώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυργώνω