Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πυορροήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυορροώ
  2. θα πυορροήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυορροώ