πυορροήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπυορροήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυορροώ
- θα πυορροήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυορροώ
πυορροήσετε