Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πυορροήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πυορροώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυορροώ
  3. θα πυορροήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυορροώ