Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πυκνώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυκνώνω
  2. θα πυκνώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυκνώνω