Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόπυλο < προ + πύλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόπυλο ουδέτερο

  1. αρχιτεκτονικός όρος που αφορά την είσοδο ναού ή κτιριακού συγκροτήματος
  2. προπύλαια
ερευνήθηκε ο χώρος 24 του μνημειακού Προπύλου του ανακτορικού συγκροτήματος [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Αρχαιολογικόν δελτίον, τομ. 63, Υπουργείο Πολιτισμού, 2008, σελ. 752