• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πρωΐμως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
    • 1.3 Πηγές

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωΐμως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρώϊμ(ος) + -ως

Επίρρημα

επεξεργασία

πρωΐμως (ελληνιστική κοινή), συγκριτικός : πρωϊμώτερον

  • (σε πάπυρο) πρώιμα, πρόωρα

Πηγές

επεξεργασία
  • ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πρωΐμως&oldid=5694863"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Ιουνίου 2023, στις 08:57

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Ιουνίου 2023, στις 08:57.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας