Ετυμολογία

επεξεργασία
προύνο < μεσαιωνική ελληνική προύνον < ελνσ. προύμνος < λατινική prunus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προύνο αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία