Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτροπάδην < αρχαία ελληνική προτροπάδην < προτρέπω

  Επίρρημα επεξεργασία

προτροπάδην

  • με γρήγορο τρέξιμο, στραμμένος εμπρός, χωρίς ούτε να γυρίσω να κοιτάξω πίσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία