Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προτρέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προτρέχω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προτρέχω
  3. θα προτρέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προτρέχω