προτιμήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροτιμήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προτιμώ
- θα προτιμήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προτιμώ
προτιμήσουμε