προτελευταίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροτελευταίο
- προτελευταίος, στην αιτιατική του ενικού
προτελευταίο, ουδέτερο του προτελευταίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού