Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προστρέξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προστρέχω
  2. θα προστρέξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προστρέχω