Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προστρέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προστρέχω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προστρέχω
  3. θα προστρέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προστρέχω