προσομολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσομολογώ < αρχαία ελληνική προσομολογέω / προσομολογῶ < πρός + ὁμολογέω / ὁμολογῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπροσομολογώ
- (λόγιο) ομολογώ προσθέτοντας κάτι, ανανεώνω την ομολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσομολογώ | προσομολογούσα | θα προσομολογώ | να προσομολογώ | προσομολογώντας | |
β' ενικ. | προσομολογείς | προσομολογούσες | θα προσομολογείς | να προσομολογείς | (προσομολόγει) | |
γ' ενικ. | προσομολογεί | προσομολογούσε | θα προσομολογεί | να προσομολογεί | ||
α' πληθ. | προσομολογούμε | προσομολογούσαμε | θα προσομολογούμε | να προσομολογούμε | ||
β' πληθ. | προσομολογείτε | προσομολογούσατε | θα προσομολογείτε | να προσομολογείτε | προσομολογείτε | |
γ' πληθ. | προσομολογούν(ε) | προσομολογούσαν(ε) | θα προσομολογούν(ε) | να προσομολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσομολόγησα | θα προσομολογήσω | να προσομολογήσω | προσομολογήσει | ||
β' ενικ. | προσομολόγησες | θα προσομολογήσεις | να προσομολογήσεις | προσομολόγησε | ||
γ' ενικ. | προσομολόγησε | θα προσομολογήσει | να προσομολογήσει | |||
α' πληθ. | προσομολογήσαμε | θα προσομολογήσουμε | να προσομολογήσουμε | |||
β' πληθ. | προσομολογήσατε | θα προσομολογήσετε | να προσομολογήσετε | προσομολογήστε | ||
γ' πληθ. | προσομολόγησαν προσομολογήσαν(ε) |
θα προσομολογήσουν(ε) | να προσομολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσομολογήσει | είχα προσομολογήσει | θα έχω προσομολογήσει | να έχω προσομολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσομολογήσει | είχες προσομολογήσει | θα έχεις προσομολογήσει | να έχεις προσομολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσομολογήσει | είχε προσομολογήσει | θα έχει προσομολογήσει | να έχει προσομολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσομολογήσει | είχαμε προσομολογήσει | θα έχουμε προσομολογήσει | να έχουμε προσομολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσομολογήσει | είχατε προσομολογήσει | θα έχετε προσομολογήσει | να έχετε προσομολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσομολογήσει | είχαν προσομολογήσει | θα έχουν προσομολογήσει | να έχουν προσομολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσομολογώ
|