Ετυμολογία

επεξεργασία
προσομολογώ < αρχαία ελληνική προσομολογέω / προσομολογῶ < πρός + ὁμολογέω / ὁμολογῶ

προσομολογώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία