Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προσμαρτυρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσμαρτυρώ
  2. θα προσμαρτυρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσμαρτυρώ