προσμαρτυρήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσμαρτυρήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσμαρτυρώ
- θα προσμαρτυρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσμαρτυρώ
προσμαρτυρήσω