προσκυνήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσκυνήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκυνώ
- θα προσκυνήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκυνώ
προσκυνήσουμε