Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσδένομαι στο άρμα : → δείτε τις λέξεις προσδένομαι και άρμα

  Έκφραση επεξεργασία

προσδένομαι στο άρμα

  • (μεταφορικά): λέγεται σε περιπτώσεις υιοθεσίας - αποδοχής αρχών ή επιχειρημάτων κάποιου.
  • (πολιτική): στη πολιτική σκηνή λέγεται για πολιτικό πρόσωπο που προσχωρεί σε άλλο κόμμα.
  • στον καλλιτεχνικό χώρο λέγεται για εκείνον (ηθοποιό, τραγουδιστή, μουσικό κ.λπ.) που αλλάζει θίασο ή καλλιτεχνικό σχήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία