Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσγειώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσγειώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσγειώνω
  3. θα προσγειώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσγειώνω