Ετυμολογία

επεξεργασία
προσαναλίσκω < πρός + ἀναλίσκω

προσαναλίσκω

  1. δαπανώ επιπλέον
    • ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα...εἰ δὲ μή, καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες : εαν έφταναν τα δικά μας χρήματα... αλλιώς θα ξοδεύαμε επιπλέον και από τα χρήματα φίλων μας (Πλάτων, Πρωταγ. 311d)